Τεχνικές που περιλαμβάνονται στη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης

Κλασική εξωσωματική – IVF

Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αποφραγμένων ή κατεστραμμένων σαλπίγγων και ενδεχομένως σε περιπτώσεις ενδομητρίωσης Με τη μέθοδο αυτή οι γαμέτες ( ωάρια – σπερματοζωάρια) τοποθετούνται μαζί σε καλλιεργητικό υλικό και επωάζονται για 16-18 ώρες. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι παράμετροι που χαρακτηρίζουν το σπέρμα ( αριθμός, κινητικότητα και μορφολογία ) να είναι φυσιολογικές.

Ενδοωαριακή έγχυση σπερματοζωαρίων ή μικρογονιμοποίηση (ICSI)

Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ανδρικής υπογονιμότητας.(χαμηλές παράμετροι σπέρματος).Κατά τη μέθοδο αυτή ένα σπερματοζωάριο, ακινητοποιημένο, εισάγεται απευθείας μέσα στο ωάριο με τη βοήθεια μίας ειδικής βελόνας.

Εικόνα: Μέθοδος ICSI

Εικόνα: Μέθοδος ICSI

Βιοψία όρχεως (TESE)

Εφαρμόζεται σε ορισμένες περιπτώσεις αζωοσπερμίας . Με τη μέθοδο αυτή τα σπερματοζωάρια λαμβάνονται απευθείας από τους όρχεις και στη συνέχεια ακολουθείται η μέθοδος της μικρογονιμοποίησης.

Υποβοηθούμενη εκκόλαψη (Assisted Hatching)

Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου η μεμβράνη που περιβάλλει τα έμβρυα είναι παχύτερη ή σκληρότερη από το φυσιολογικό. Με τη μέθοδο αυτή η μεμβράνη λεπταίνεται με χημικό ή μηχανικό τρόπο.

Εμβρυομεταφορά στο στάδιο της βλαστοκύστης

Εφαρμόζεται κάτω από ορισμένες προϋπόθεσης και σε περιπτώσεις που δεν επιτυγχάνεται εγκυμοσύνη σε προηγούμενες προσπάθειες εξωσωματικής. Η μεταφορά των εμβρύων γίνεται 5-6 ημέρες μετά την ωοληψία.

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι στο 90% των ζευγαριών που ξεκινούν ένα πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης γίνεται τελικά εμβρυομεταφορά. Οι πιθανότητες επιτυχίας των ζευγαριών που ολοκληρώνουν το πρόγραμμα εξωσωματικής εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από την ηλικία της γυναίκας, την ποιότητα των εμβρύων και το αίτιο της υπογονιμότητας.

Ο μεγαλύτερος αριθμός των εμβρύων που μπορούν να μεταφερθούν καθορίζεται από το ισχύον νομικό πλαίσιο, ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας. Λιγότερα έμβρυα από τα επιτρεπόμενα μπορεί να μεταφερθούν, όταν επιθυμία του ζευγαριού είναι να αποφευχθεί μία πολύδυμη κύηση.

Μετά την ωοληψία η σύζυγος λαμβάνει κάποια φάρμακα κυρίως από το στόμα και ίσως κάποια κολπική κρέμα, που έχουν σαν σκοπό να δημιουργήσουν ένα φιλικό ενδομήτριο υποδεκτικό στην εμφύτευση των εμβρύων.

Το ζευγάρι αποφασίζει για την τύχη των εμβρύων που απομένουν, αφού ο θεράπων ιατρός και η επιστημονική ομάδα του Κέντρου που γίνεται η εξωσωματική λύσει κάθε δυνατή απορία του ζευγαριού. Τα εναπομείναντα έμβρυα μπορεί να καταψυχθούν για πέντε έτη. Παράταση του χρόνου κατάψυξης μπορεί να δώσει η Εθνική αρχή υπό διάφορες προϋποθέσεις. Δεν υπάρχει σαφής αριθμός προσπαθειών στον οποίο μπορεί να υποβληθεί ένα ζευγάρι, για να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα δηλαδή την εγκυμοσύνη. Οι πιθανότητες όμως ένα ζευγάρι να επιτύχει εγκυμοσύνη είναι μικρές όταν έχει υπερβεί τις έξι προσπάθειες εξωσωματικής.

Εξωσωματική σε φυσικό κύκλο σημαίνει υπερηχογραφική παρακολούθηση του κύκλου χωρίς διέγερση των ωοθηκών με φάρμακα. Η γυναίκα ελέγχεται υπερηχογραφικά μέχρις ότου το ωοθύλακιο του κύκλου, φθάσει στην επιθυμητή διάμετρο και η μέτρηση των ορμονών δείχνει ότι μπορεί να ληφθεί ένα ώριμο ωάριο. Ενδείκνυται σε γυναίκες:

  • με επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής
  • σε γυναίκες που έχουν πτωχή ανταπόκριση των ωοθηκών στα υπάρχοντα φάρμακα, που χρησιμοποιούνται για διέγερση των ωοθηκών
  • και σε γυναίκες που για κάποιο λόγο διστάζουν να υποβληθούν σε διέγερση ωοθηκών ή αυτή αντενδείκνυται για ιατρικούς λόγους.

Τα μειονεκτήματα του φυσικού κύκλου είναι ότι:

  • κατά την ώρα της προγραμματισμένης ωοληψίας μπορεί να έχει γίνει ωορρηξία, οπότε η ωοληψία δεν είναι δυνατή
  • ότι το ωάριο δε βρίσκεται σε εκείνη τη φάση ωρίμανσης που επιτρέπει τη γονιμοποίηση του από ένα σπερματοζωάριο
  • το ωάριο μπορεί να μη γονιμοποιηθεί

Τα ποσοστά επιτυχίας της εξωσωματικής εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από την ηλικία της γυναίκας, που υποβάλλεται σε προσπάθεια και από το πρόβλημα που καλείται η μέθοδος να λύσει. Μικρότερης ηλικίας γυναίκες, με μικρή δόση φαρμάκων παράγουν περισσότερα και καλύτερης ποιότητας ωάρια και ακολούθως έμβρυα, με αποτέλεσμα υψηλότερα ποσοστά κυήσεων από της μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες.

Το ισχύον νομικό πλαίσιο ορίζει ότι οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μπορεί να εφαρμοστούν σε ενήλικα άτομα κατόπιν έγγραφης συγκατάθεσης τους και αφού έχουν υποβληθεί στον απαραίτητο εργαστηριακό έλεγχο. Ως ανώτερο όριο ηλικίας για τις γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική ορίζεται το πεντηκοστό έτος. Ακόμη ορίζεται ότι ο αριθμός των μεταφερομένων εμβρύων είναι μέχρι τρία στις γυναίκες μέχρι το τεσσαρακοστό έτος ηλικίας τους και μέχρι τέσσερα σε γυναίκες μεγαλύτερες των σαράντα. Ακόμη ορίζεται το χρονικό διάστημα για το οποίο μπορεί να διατηρηθούν κρυοσυντηρημένα ωάρια, σπερματοζωάρια και έμβρυα και οι προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν για παράταση του χρόνου κατάψυξης.

Κάποια ζευγάρια που πρέπει να υποβληθούν σε εξωσωματική διστάζουν, γιατί από λανθασμένες πληροφορίες από ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο, έχουν την εντύπωση ότι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην εξωσωματική μπορούν να προκαλέσουν καρκινογενέσεις. Οι επιστημονικές όμως έρευνες και η παρακολούθηση των γυναικών που έχουν πάρει φάρμακα για IVF, δεν έχουν δείξει μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο και δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά στην συχνότητα καρκίνου του μαστού και του ενδομητρίου, για τους οποίους κυρίως έχουν ενοχοποιηθεί τα φάρμακα της εξωσωματικής σε γυναίκες, που έχουν πάρει αυτά τα φάρμακα και στον υπόλοιπο πληθυσμό. Η κυριότερη ανεπιθύμητη ενέργεια των φαρμάκων της εξωσωματικής είναι η υπερδιέγερση των ωοθηκών. Είναι μία κατάσταση, όπου λόγω υπερβολικής ανταπόκρισης των ωοθηκών στη χορηγούμενη δόση φαρμάκων αυτές παράγουν μεγάλο αριθμό ωοθυλακίων και μαζί με τα αυξημένα επίπεδα της οιστραδιόλης έχουν σαν αποτέλεσμα δημιουργία αυξημένου υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα άλγους και δυσφορίας στη γυναίκα.